παναίολος

παναίολος
παν-αίολος: all-gleaming, glancing. (Il.)

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παναίολος — παναίολος, ον (Α) 1. ολόλαμπρος με ποικίλα χρώματα 2. γεμάτος άστρα («παναίολος οὐρανός», Ορφ.) 3. πολυειδής, πολλαπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰόλος «ευμετάβολος»] …   Dictionary of Greek

  • παναίολος — shot with many colours masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναίολον — παναίολος shot with many colours masc/fem acc sg παναίολος shot with many colours neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναίολα — παναίολος shot with many colours neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναίολε — παναίολος shot with many colours masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναίολ' — παναίολα , παναίολος shot with many colours neut nom/voc/acc pl παναίολε , παναίολος shot with many colours masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”